Για όσους και όσες ίσως δεν γνωρίζουν αρκετά για το συγγραφικό της έργο μπορούν να μπουν στον παρακάτω υπερσύνδεσμο :ΒΆΛΙΑ ΚΑΡΑΜΆΝΟΥ
Απολαύστε το
" Ρούφηξε για άλλη μια φορά τον παγωμένο αέρα μέσα στα πνευμόνια του, ενώ τον άφησε ελεύθερο ξανά σε μορφή άσπρου χνώτου. Σύννεφα βαριά σκίαζαν τον ουρανό κι έκαναν το σκοτάδι αδιαπέραστο γύρω του.
Είχε απομακρυνθεί ήδη δυο τετράγωνα από το εμπορικό κέντρο και εκεί κάτω από την συστάδα των πεύκων δίπλα στο πάρκο ο φωτισμός ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Η θαλπωρή του ποτού σταδιακά υποχωρούσε αφήνοντάς του ρίγη. Έριξε την ματιά του ξανά στο νυχτερινό στερέωμα. Μέσα από μια θαμπή τρύπα ανάμεσα στα σύννεφα ένα ψυχρό φεγγάρι που όδευε στην γέμισή του έριχνε το σκληρό φως του καταπάνω του. Κάτι κλώτσησε μέσα του, σαν σήμα κινδύνου.
- Βλακείες, μονολόγησε δυνατά για ν’ ακούσει την φωνή του στην απόλυτη σιωπή. Στο νου του έρχονταν όλες οι πρόσφατες διηγήσεις των κατοίκων για παράξενες εμφανίσει ζώων και άλλα παραφυσικά φαινόμενα, που έκαναν τα μαλλιά του κεφαλιού του ν’ ανασηκώνονται. Ένα τρίξιμο πολύ κοντά του τον έκανε να τιναχτεί από την θέση του. - Ποιος είναι εκεί; ρώτησε ανήσυχος προσπαθώντας να διαπεράσει με το βλέμμα του το πυκνό σκοτάδι. Είναι κανείς εκεί πέρα; Απάντηση ωστόσο δεν έπαιρνε ενώ το τρίξιμο είχε πια ολοκάθαρα μετατραπεί σε ήχο βημάτων που πλησίαζαν αργά και επιφυλακτικά. Μια σκελετωμένη σκιά τον προσέγγισε καλυμμένη μέσα σ’ ένα μαύρο μπουφάν με ασορτί κουκούλα. - Ποιος είσαι; τι θές; φώναξε πια κατατρομαγμένος ο Μάνος. Τα σύννεφα ξανάνοιξαν ένα κενό στο ταξίδι τους και άφησαν το ασημένιο φως της σελήνης να φωτίσει το σκοτεινό πρόσωπο. - Σε καλό σου, μπάρμπα Ηλία, θες να με πεθάνεις από την λαχτάρα; έκανε φανερά ανακουφισμένος ο Μάνος και σωριάστηκε ξανά στο παγωμένο παγκάκι. Τι κάνεις εδώ έξω νυχτιάτικα; Ο γέρος κάθισε δίπλα του αμίλητος. Η μορφή του ήταν σχεδόν ανατριχιαστική μέσα στην μαύρη κουκούλα του μπουφάν του. Τα άκρα του μακριά και κοκαλιάρικα τον έκαναν να δείχνει αιωνόβιος. Μάλιστα, ο Μάνος συχνά είχε την αίσθηση πως το υγιές μάτι του ήταν ακόμα πιο ψυχρό μπλε και από το γυάλινο. Ωστόσο, με έναν περίεργο τρόπο ήταν πάντα δίπλα του από την αρχή της πορείας του. Μια ήρεμη δύναμη, μια διαρκής αθόρυβη παρουσία στο πλευρό του. Θα ήταν γύρω στα εξήντα πέντε, κόντευε να βγει στην σύνταξη, αλλά έμοιαζε ακόμα πιο γερασμένος σαν να βάραιναν αιώνες στην σκεβρωμένη πλάτη του. - Ποτέ δεν μου είπες, άνοιξε την συζήτηση ο Μάνος, πως το απέκτησες αυτό; κι έριξε την ματιά του στο πρόσθετο μάτι. - Τα έβαλα με κάτι αγρίμια, απάντησε αόριστα ο Ηλίας με την βραχνή φωνή του. - Στο δάσος; - Αγρίμια της πόλης και του χωριού, έδωσε μια ακόμα πιο αινιγματική απάντηση ο γέρος χαχανίζοντας με το ξεδοντιασμένο στόμα του. Ήμουν σίγουρος για τον εαυτό μου, καλή ώρα όπως εσύ τώρα, και την πάτησα! Χεχεχε! Ο Μάνος σκέφτηκε πως ήταν μάταιο να συνεννοηθεί έτσι όπως ήταν πιωμένος με τον αλλόκοτο τούτο γέρο που ήταν πάντα λακωνικός στις δηλώσεις του. Προς έκπληξή του όμως ο Ηλίας συνέχισε με το βλέμμα καρφωμένο στο σκοτάδι μπροστά τους. - Έτσι και συ, Μάνο, βρίσκεσαι σε λάθος μονοπάτι. Τα βάζεις με τα θεριά και θα πληρώ-σεις το τίμημα. - Έτσι είναι, μπάρμπα Ηλία, η πολιτική! έκανε εύθυμα ο Μάνος που μάλλον διασκέδαζε την συζήτηση εκείνη βρίσκοντάς την γραφική. Τα βάζεις με τα θεριά στην αρένα. Ο θάνατός σου η ζωή μου! Ο γέρος τον κάρφωσε με την σουβλερή ματιά του και επανέλαβε αργά: - Μην πας εκεί που σε καλούν, μείνε μακριά, είναι παγίδα. Πήρες λάθος δρόμο! Ακόμα και αν εσύ φύγεις, θα έρθει εκείνο να σε βρει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου